24.3.11

ΕΡΜΗΤΙΣΜΟΣ


Ο ερμητισμός είναι ένα μεταφυσικό σύστημα και ένα σώμα συστηματοποιημένων μαγικών, μαντικών, αστρολογικών και αλχημικών πρακτικών, το οποίο ανάγεται στις απόκρυφες διδασκαλίες του μυθολογικού Ερμή του Τρισμέγιστου, μίας θεότητας που αποτελούσε συγχώνευση του ελληνικού Ερμή με τη σεληνιακή αιγυπτιακή θεότητα Θωθ. Ο ερμητισμός αποτέλεσε δημιούργημα των κατώτερων τάξεων της κατεχόμενης Αιγύπτου κατά την ύστερη ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή και, ως εκ τούτου, αποτελεί τυπικό δείγμα του σύντονου συγκρητισμού των χρόνων εκείνων.

Συνολικά μπορεί να ειπωθεί ότι ο ερμητισμός, του οποίου η διαμόρφωση ξεκίνησε κατά το 2ο αιώνα π. Χ. και ολοκληρώθηκε περί το 2ο αιώνα μ. Χ., αποτέλεσε μία εκλεκτική απάντηση στην ξένη κατοχή της Αιγύπτου, η οποία προσάρμοσε και μετασχημάτισε πολλαπλά ρεύματα ιδεών (αιγυπτιακή θρησκεία, μυστηριακές λατρείες, ελληνιστική μαγεία, πλατωνισμός, ιουδαϊσμός) σε ένα συνεκτικό φιλοσοφικό σύστημα αποδεκτό από τον εγχώριο πληθυσμό και αντιπροσωπευτικό της εποχής του· μίας εποχής όπου άρχισαν να επικρατούν στο ευρύ κοινό η αναζήτηση του υπερβατικού, η δεισιδαιμονία και ένας μαγικός τρόπος σκέψης.


Ερμητική φιλολογία

Η συγγραφή των ερμητικών κειμένων ολοκληρώθηκε στην Αίγυπτο περί τα τέλη του δεύτερου αιώνα μ. Χ. Οι ρίζες του ερμητισμού ανάγονται στο απώτερο ιερατικό παρελθόν της Αιγύπτου των Φαραώ, εξελληνισμένου πλέον και συμβατού με τη φιλοσοφία και τις μυστηριακές θρησκείες της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής. Χάρη στον ερμητισμό, κεντρική διάλεκτος της γενικότερης μυστικιστικής και μαγικής επέλασης του τρίτου και τέταρτου αιώνα μ. Χ. θα γίνει η κοπτική, η ύστατη φάση της αιγυπτιακής γλώσσας που διαδέχθηκε κατά τον πρώτο αιώνα μ. Χ. τη δημοτική αιγυπτιακή της εποχής των Πτολεμαίων και γραφόταν με ένα τροποποιημένο ελληνικό αλφάβητο. Τα ερμητικά κείμενα διακρίνονταν σε φιλοσοφικά και πρακτικά, με τα πρώτα να συνθέτουν ένα πλήρες μεταφυσικό, εσχατολογικό και σωτηριολογικό σύστημα και τα δεύτερα να αποτελούν συλλογές από ξόρκια και συνταγές για τη μαγική ερμηνεία ή χειραγώγηση φυσικών φαινομένων, διατριβές αστρολογίας, βοτανολογίας, ιατρικής, δαιμονολογίας, μαντείας κλπ. Στη λαϊκή σκέψη της εποχής η διάκριση αυτή υπήρχε μόνο για πρακτικούς λόγους και η βαθύτερη ταυτότητα όλων των ερμητικών κειμένων θεωρούνταν κοινή και αδιαίρετη.

Τα διασωθέντα ερμητικά κείμενα έχουν χαρακτήρα διαλογικό, όπου συνήθως ο Ερμής / Θωθ καθοδηγεί κάποιον οπαδό του στην αποκάλυψη μίας αλήθειας. Τα περισσότερα έχουν μεταφυσικό, μαγικό ή αλχημικό χαρακτήρα εμπλουτισμένο με αναφορές στην αιγυπτιακή θρησκεία και λογοτεχνία, ενώ τουλάχιστον ένα εξ' αυτών εμπεριέχει μία προφητεία για τον υποτιθέμενο, αιματηρό, μελλοντικό τερματισμό της ρωμαϊκής κατοχής της Αιγύπτου. Αν και έχουν σωθεί μόνο ελληνικά κείμενα, ή λατινικές μεταφράσεις άγνωστων πηγών, είναι σαφές πως κατά την Αρχαιότητα κυκλοφορούσαν ερμητικά κείμενα στα κοπτικά, στα αραμαϊκά, στα αρμενικά κλπ. Μετά τον εκχριστιανισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τον τέταρτο αιώνα ο ερμητισμός επιβίωσε σε πυρήνες αλχημιστών στον ισλαμικό κόσμο, οπότε και γράφηκαν ή μεταφράστηκαν ερμητικές πραγματείες στα αραβικά (όπως ο αλχημικός οδηγός "Σμαραγδένιος Πίνακας").

Τα ερμητικά κείμενα που διασώθηκαν ως σήμερα συνοψίζονται σε δεκαοκτώ ελληνικά συγγράμματα γνωστά με τον τίτλο Ερμού του Τρισμέγιστου ή, στα λατινικά, Corpus Hermeticum. Τα κείμενα αυτά εκδόθηκαν για πρώτη φορά στην Ευρώπη από τον Μάρσιλο Φιτσίνο σε λατινική μετάφραση με τον τίτλο Mercurii Trismegisti liber de postestate et sapientia Dei (1471), ενώ κυκλοφόρησαν τελικώς στην ελληνική έκδοσή τους από τον Τυρνέβ (Παρίσι, 1554) με τους τίτλους Ποιμάνδρης, Όροι Ασκληπιού προς Άμμωνα βασιλέα Προς Ασκληπιό και Προς τον εαυτού υιόν Τατ λόγοι. Η επίδραση τους στην ευρωπαϊκή Αναγέννηση υπήρξε πολύ μεγάλη καθώς τους χρόνους εκείνους θεωρούνταν πως κάλυπταν με μύθους μία παμπάλαια σοφία, σύγχρονη του Μωυσή, η οποία μπορούσε να ερμηνεύσει το φυσικό κόσμο. Ο φιλόλογος Ισαάκ Καζαουμπόν βέβαια απέδειξε το 1614 ότι τα κείμενα δεν εγράφησαν πριν τη ρωμαϊκή εποχή, αλλά έπρεπε να φτάσει ο Διαφωτισμός και η σύγχρονη επιστήμη για να τοποθετηθεί ο ερμητισμός οριστικώς στο πεδίο της θρησκειολογίας και του αποκρυφισμού.

Ερμητική φιλοσοφία

Ο ερμητισμός πρέσβευε έναν ιδεαλιστικό μονιστικό πανενθεϊσμό, σύμφωνα με τον οποίον τα συστατικά του φυσικού κόσμου ήταν ομοούσιες νοητικές κατασκευές στη σκέψη του Ενός και Άφατου Θεού, του Παντός, ουσιαστικά ενός κοσμικού νου. Προωθούσε την αντίληψη της απόλυτης συμμετρίας και αναλογίας μεταξύ του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου, μεταξύ του εαυτού και της πλάσης («όπως πάνω έτσι και κάτω»), ενώ διατυμπάνιζε την κατάσταση αιώνιας κίνησης στην οποία βρίσκονταν τα δομικά συστατικά του Σύμπαντος, διαρκείς δονήσεις μέσα στο νου του Θεού, και συμφωνούσε με τον προσωκρατικό Ηράκλειτο ότι η ακινησία και η στασιμότητα είναι μία ψευδαίσθηση. Οι διαφορετικοί τύποι της ύλης και του νου δεν είναι παρά διαφορετικές εκδηλώσεις μίας κοινής ουσίας που δονείται με πολλαπλούς τρόπους. Επίσης ο ερμητισμός πρέσβευε ότι σε κάθε κατασκεύασμα, υλικό ή νοητικό, ζωντανό ή άψυχο, υπάρχουν δύο φαινομενικά αντίθετοι πόλοι, που δεν είναι παρά διαφορετικές όψεις του ίδιου πράγματος. Η πορεία προς τη φώτιση σήμαινε αναγνώριση της θεμελιώδους ομοιότητας μεταξύ των αντιθέτων και της συλλογικής τους ύπαρξης ως τμήματα του ενιαίου Παντός, ενώ η ιστορία όλων των πραγμάτων δεν είναι παρά μία διαρκής, ρυθμική ταλάντωση μεταξύ των δύο πόλων τους. Ο ερμητισμός εγκόλπωνε ακόμα την κοινή μυστηριακή έννοια της μετενσάρκωσης του πνεύματος, σε διαδοχικούς κύκλους ζωής μέχρι να επιτύχει τη φώτιση και να λυτρωθεί βυθιζόμενο στο Παν.

Ενδιαφέρον στοιχείο της ερμητικής σκέψης ήταν η αντίληψη ότι στον Έναν Θεό ενυπήρχαν τρεις ισοδύναμες όψεις οι οποίες διαπερνούν τον κόσμο ως υποκείμενοι θεμελιώδεις μηχανισμοί: ο Νους, μία αγαθή, δημιουργική νοητική δύναμη, ο Λόγος, η πηγή της λογικής η οποία παράγει τάξη από το Χάος, και ο Άνθρωπος, το άθροισμα των πνευμάτων των ανθρώπων. Αν και όλα τα συστατικά του Σύμπαντος είναι κατά βάθος ομοούσια, ως σκέψεις του Θεού, οι διαφορετικού τύπου δονήσεις τους συντηρούν μία επιφανειακή διάκριση του κόσμου σε φυσικό επίπεδο (ύλη), νοητικό επίπεδο (ψυχή) και πνευματικό επίπεδο (πνεύμα). Το πνεύμα δονείται τόσο ταχύτατα που φαίνεται ακίνητο, ενώ η συμπαγής ύλη δονείται τόσο ανεπαίσθητα που επίσης φαίνεται ακίνητη. Μεταξύ τους μεσολαβούν δισεκατομμύρια βαθμοί κινητικής κατάστασης και δονητικής έντασης.

Συγχωνεύοντας ελληνορωμαϊκές και αιγυπτιακές επιρροές, ο ερμητισμός υποστήριζε ότι στον κόσμο διέμεναν εκατοντάδες κατώτερες υπερφυσικές θεότητες, ιεραρχημένες μεταξύ των ανθρώπων και του Θεού στη συμπαντική κλίμακα, κάποιες εκ των οποίων ήταν δαιμονικές και εκπροσωπούσαν το Κακό, ενώ κάποιες άλλες ήταν αγγελικές και δρούσαν ως όργανα του αγαθού Νου. Έτσι το Καλό ταυτιζόταν με τη δημιουργία, την έρευνα και τη λογική, νοητικές κατασκευές, ενώ το Κακό ταυτιζόταν με την προσκόλληση στην ύλη και στο φυσικό επίπεδο του κόσμου. Ο ερμητισμός επομένως, αντίθετα με τις περισσότερες μυστηριακές λατρείες, δε βασιζόταν στην εξ αποκαλύψεως γνώση αλλά στη γνώση μέσω λογικής έρευνας προκειμένου να λυτρώσει τους ακολούθους του· κλειδί προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν η αστρολογία, η οποία αποκάλυπτε τη σκέψη του Θεού μέσω της κίνησης των πλανητών, αφού οι τελευταίοι ταυτίζονταν με μεταφορικές νοητικές έννοιες και αναλογούσαν σε θεότητες, και φανέρωνε τις επιρροές της κίνησης αυτής στα γήινα πράγματα, καθώς και η αλχημεία, η οποία έλαβε έναν επιπρόσθετο συμβολικό χαρακτήρα και συνδέθηκε με θρησκευτικές μεταφορές, όπως γινόταν στη φαραωνική Αίγυπτο. Η ερμητική αλχημεία ήταν το πρακτικό μέσο για την επίτευξη της «θεουργίας», της τελετουργικής μυστικιστικής πρακτικής που οδηγούσε στη φώτιση και στη νοητική ένωση του ασκούμενου με το Παν. Επιπλέον η θεουργία, πρακτική που σκόπευε στην εγκαθίδρυση δεσμών συμπαθητικής μαγείας μεταξύ του ατόμου και του κόσμου, υποτίθεται πως μπορούσε να οπλίσει όποιον την εξασκούσε με φαινομενικά υπεράνθρωπες δυνάμεις καθώς του επέτρεπε να τροποποιεί κατά βούληση τη φύση, αφού η τελευταία δεν ήταν παρά ένα εύπλαστο νοητικό κατασκεύασμα στο νου του Θεού. Οι ερμητικοί εξήραν τη θεουργία ως ύψιστο φιλοσοφικό έργο και υποτιμούσαν τους άλλους τύπους μαγείας ονομάζοντας τους συλλήβδην «γοητεία», έναν αρνητικό όρο που υποδήλωνε δόλο ή απάτη. Ωστόσο η διαφοροποίηση εξαντλούνταν μόνο στον τελικό σκοπό, καθώς οι μέθοδοι της θεουργίας δε διέφεραν από τις μεθόδους της γοητείας· και οι δύο κατάγονταν από τη συστηματοποιημένη μαγεία της ελληνιστικής εποχής και αξιοποιούσαν ξόρκια, φυλακτά, ψαλμούς, επικλήσεις κατώτερων θεοτήτων, αλχημικές συνταγές, αστρολογικές παρατηρήσεις κλπ.

Ήδη πριν από τη ρωμαϊκή εποχή και την τελική σύνθεση του ερμητισμού η ελληνιστική Αίγυπτος και η Αλεξάνδρεια ήταν το κέντρο των αλχημικών ερευνών, οι οποίες διέθεταν έναν απόκρυφο χαρακτήρα απευθυνόμενες σε μυημένους μέσω αλληγοριών και δυσνόητων συμβολισμών. Έτσι και ο ερμητισμός αποτέλεσε μία ευρεία αποκρυφιστική παράδοση η οποία όμως, σε αντίθεση με τις περισσότερες μυστηριακές μεσογειακές λατρείες που επίσης συντηρούσαν έναν πυρήνα μυημένων στα απόκρυφα μυστικά και έναν κύκλο αμύητων ακολούθων, δεν όριζε ιερατείο, ετήσιες δημόσιες τελετές σε ιερούς χώρους κλπ. Η ουσία του ερμητισμού κρυβόταν στην ιδιωτική εξάσκηση της αλχημείας και στη διαρκή, πρακτική έρευνα για την αλήθεια, ενώ δεν κάλυπτε τόσο τα βαθύτερα μυστικά του με θρησκευτικούς μύθους προορισμένους για τους αμύητους, όπως οι μυστηριακές λατρείες, όσο με αλληγορίες και αλχημικές μεταφορές. Όπως και η μυστηριακή μεσογειακή παράδοση όμως, συμπεριλαμβανομένου του ευρύτερου πυθαγορισμού και πλατωνισμού, κήρυττε τον ενάρετο βίο, την ελευθερία του ανθρώπου στις ηθικές επιλογές του και το ανεύθυνο του Θεού. Επιπλέον ο ερμητισμός εξιδανίκευε τη νοητική δημιουργία, θεωρώντας πως η μεγαλύτερη κατάρα για έναν άνθρωπο είναι να μην παράγει «τέκνα», έργα της διανόησης, καθώς αυτό υποδήλωνε προσκόλληση στην ύλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Douz History comments